κῆνσος

κῆνσος
2778 κῆνσος
{сущ., 4}
подать, налог.
Ссылки: Мф. 17:25; 22:17, 19; Мк. 12:14.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κῆνσος" в других словарях:

  • κήνσος — κῆνσος, ου, ὁ (ΑΜ) 1. απογραφή και διατίμηση κτημάτων προκειμένου να επιβληθεί ανάλογη φορολογία 2. ο φόρος που οριζόταν κατά κεφαλήν, ο κεφαλικός φόρος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος νομίσματος επικεφάλαιον» νόμισμα αξίας ενός δηναρίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κῆνσος — census masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῆνσον — κῆνσος census masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NUMISMA Census — cuius mentio Matth. c. 22. v. 19. non certum fuit numismatis genus, quô solô tributa solverentur, sed pecunia Romana, quae sola ab exactoribus eius tributi accipiebatur. In Graeco est, τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου; quae vox κῆνσος, etsi Latina est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • кинс — налог, подать , церк., др. русск. кинъсъ, киньсъ (Остром.), ст. слав. кинъсъ. Из греч. κῆνσος от лат. cēnsus; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 88; ИОРЯС 12, 2, 242; Бернекер 1, 504 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TRIBUTUM — an a Tribu, quod tributim solveretur, ut vult Festus an quia ex privato in publicum tribueretur, ut alii? Graece φόρος, a vectigali accurate Ioquentibus (multi enim promiscue sumunt) distinguitur. Capitolin. in Macro, c. XXIII. Vectigalia vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κήνσευσις — κήνσευσις, ἡ (Μ) [κηνσεύω] απογραφή, κήνσος* …   Dictionary of Greek

  • κηνσεύω — (Μ) [κήνσος] εκτιμώ, διατιμώ κτηματική περιουσία προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία …   Dictionary of Greek

  • κηνσοφύλαξ — κηνσοφύλαξ, ακος, ό (ΑΜ) ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ. Απόδοση τού λατ. custos census] …   Dictionary of Greek

  • ομόκηνσος — ὁμόκηνσος (Μ) αυτός που φορολογείται όμοια, δηλ. εξίσου, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κῆνσος «κεφαλικός φόρος»] …   Dictionary of Greek

  • κήνσου — κή̱νσου , κῆνσος census masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»